- ἀκρώνυχον
- ἀκρώνυχοςwith nailsmasc/fem acc sgἀκρώνυχοςwith nailsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρωνύχι — και ακρώνυχο και ακράνυχο, το η άκρη τού νυχιού και γενικά η άκρη τού δακτύλου (χεριού ή ποδιού). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ακρώνυχον βλ. ακρώνυχος] … Dictionary of Greek
ακρώνυχος — ἀκρώνυχος, ον (Α) 1. αυτός που έχει στα άκρα νύχια, χηλές, οπλές κ.λπ. 2. φρ. «ἴχνος ἀκρώνυχον» τα ίχνη, τα σημάδια αυτού που βαδίζει με τις άκρες τών ποδιών του 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκρώνυχα τα άκρα τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) +… … Dictionary of Greek